μελετητήριο(ν)

μελετητήριο(ν)
το комната для занятий, учебный кабинет; читальный зал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μελετητήριο(ν)" в других словарях:

  • μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης …   Dictionary of Greek

  • μελετητήριο — το αίθουσα για μελέτη, το αναγνωστήριο, το σπουδαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • μελετών — μελετών, ῶνος, ὁ (Α) το μελετητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελετῶ + κατάλ. ών (πρβλ. λυτρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»